μαλαγανιά

μαλαγανιά
η
(λ. ισπαν.), το να είναι κανείς μαλαγάνας, καλόπιασμα, γαλιφιά: Τον έπεισε με μαλαγανιές να μην τον καταγγείλει.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μαλαγανιά — η [μαλαγάνα] η επίδειξη αγαθότητας και αγάπης από υστεροβουλία, η κολακεία, η γαλιφιά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”